κοινῶν

κοινῶν
κοινός
common
fem gen pl
κοινός
common
masc/neut gen pl
κοινός
common
masc/fem/neut gen pl
κοινόω
communicate
pres part act masc voc sg (doric)
κοινόω
communicate
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric)
κοινόω
communicate
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
κοινόω
communicate
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κοινόω
communicate
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κοινόω
communicate
pres part act masc nom sg
κοινόω
communicate
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοινών — κοινών, ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, ᾱνος (Α) 1. κοινωνός* 2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών] …   Dictionary of Greek

  • Κοίνων — Κοῖνος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίνων — κοινόω communicate imperf ind act 3rd pl (doric) κοινόω communicate imperf ind act 1st sg (doric) κοινόω communicate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοινόω communicate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινᾶνι — κοινών partners masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινῶνας — κοινών partners masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινῶνες — κοινών partners masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινώνων — κοινών partners masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”